- αστραποκαμένος
- η , ο поражённый молнией
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστραποκαμένος — η, ο αυτός που κάηκε από κεραυνό (κυριολ. και μτφ): Στην ψηλωσιά εκείνη αρκετά έλατα ήταν αστραποκαμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)